- παιδαρικός
- παιδᾰρ-ικός, ή, όν,A for slaves, of perquisites, PHamb.23.33 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδαρικός — παιδαρικός, ή, όν (ΑΜ) [παιδάριον] μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παιδαρικά αμοιβή τών δούλων εργατών σε αγρόκτημα αρχ. παιδικός … Dictionary of Greek